φοινικοστερόπας

φοινικοστερόπας
φοινῑκο-στερόπας, α, , [dialect] Dor. for -στερόπης,
A hurling red lightnings,

Ζεύς Pi.O.9.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φοινικοστερόπας — α, ὁ, Α (δωρ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που εξακοντίζει ερυθρές αστραπές. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντί τού αμάρτυρου *φοινικοστερόπης < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + στεροπή «αστραπή»] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοστερόπα — φοινῑκοστερόπᾱ , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc nom/voc/acc dual (doric) φοινῑκοστερόπα , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc voc sg (doric) φοινῑκοστερόπᾱ , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικοστερόπαν — φοινῑκοστερόπᾱν , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc acc sg (epic doric aeolic) φοινῑκοστερόπαν , φοινικοστερόπας hurling red lightnings masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”